- σάματι
- και σάματις Ν(ως σύνδ.)1. (σε ερώτηση στην οποία εννοείται ή και αναμένεται αρνητική απάντηση) μήπως, σάμπως («σάματις είμαι εγώ καλύτερη;»)2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης μιας πραγματικής κατάστασης με μια υποθετική) σαν να μην («σάματι να μην μάς τά λες καλά»)3. σαν να, ίσως, μπορεί («σάματις να τόν είδα να περνάει από το σπίτι σου»)·[ΕΤΥΜΟΛ. < ως + άματι (< άμα + ότι), με σίγηση τού αρκτικού ω-].
Dictionary of Greek. 2013.